συνθιασεύω

συνθιασεύω
A
συνθιασιτεύω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θιασεύω «μετέχω σε βακχικές τελετουργίες» (< θίασος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνθιασωτεύω — Μ [συνθιασώτης] 1. συνθιασεύω* 2. (γενικά) συνδέομαι με κάποιον ή με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”